συζευκτικός

συζευκτικός
η , ό[ν] связывающий; соединительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συζευκτικός" в других словарях:

  • συζευκτικός — ή, ό / συζευκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συζεύγνυμι] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη σύζευξη ή αυτός που είναι κατάλληλος για σύζευξη, συνδετικός («συζευκτικὴ ἔγκλισις», Δοσίθ.) νεοελλ. φρ. α) «συζευκτικοί λίθοι» ορισμένοι λίθοι τής τοιχοδομής οι οποίοι …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»